οἰοπόλος

οἰοπόλος
οἰο-πόλος, ον, ([etym.] οἶος, πέλομαι) of places,
A lonely,

ὄρεα Od.11.574

; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377 ; of persons, solitary, unaccompanied,

δαίμων Pi.P.4.28

.
II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep,

Ἄρτεμις Id.Dith.2.19

;

Ἑρμῆς h.Merc.314

; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309
; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413 ;

Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15

. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰοπόλος — lonely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • οἰοπόλον — οἰοπόλος lonely masc/fem acc sg οἰοπόλος lonely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλα — οἰοπόλος lonely neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλοι — οἰοπόλος lonely masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλοιο — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλοισι — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλοισιν — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοπόλῳ — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • οιοπολώ — οἰοπολῶ, έω (Α) [οιοπόλος (Ι)] (ποιητ. τ.) 1. (για ποιμένα) περιπλανώμαι στα βουνά, ζω μόνος μου («ὦ φίλε Βάκχεῑε, ποῑ οἰοπολῶν ξανθὰν χαίταν σείεις», Ευρ.) 2. περπατώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”